παιδισκος

παιδισκος
    παιδίσκος
     [demin. к παῖς См. παις] мальчик, отрок Xen., Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παιδισκος" в других словарях:

  • παιδίσκος — παιδίσκος, ὁ (Α) μικρό παιδί ή μικρός γιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + επίθημα ίσκος (πρβλ. μην ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • παιδίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίσκου — παίδισκος young boy masc gen sg παιδίσκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίσκους — παίδισκος young boy masc acc pl παιδίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίσκων — παίδισκος young boy masc gen pl παιδίσκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίσκῳ — παίδισκος young boy masc dat sg παιδίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίσκοι — παιδίσκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδίσκον — παιδίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»